- προσπαίω
- πρόσπαιοςstriking uponmasc/fem/neut nom/voc/acc dualπρόσπαιοςstriking uponmasc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπαίω — ΜΑ πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, προσκρούω («τῇ τοῡ Σκύθου κεφαλῇ... τὸ ξίφος προσέπαισεν», Άνν. Κομν.) μσν. μέσ. προσπαίομαι χειροκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παίω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
πρόσπαιος — ον, Α 1. αυτός που έπεσε πάνω σε κάποιον ή κάτι, που προσέκρουσε με κάποιον ή κάτι 2. (κατ επέκτ.) α) ο απροσδόκητος ή ο τυχαίος («εἰ πρόσπαιά πῃ τεύχοι κακά», Αισχύλ.) β) πρόσφατος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόσπαιον α) απροσδόκητα β) πρόσφατα 4.… … Dictionary of Greek
ՀԱՐԿԱՆԵՄ — (հարի, հա՛ր.) NBH 2 0063 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ն. τύπτω, πατάσσω, βασανίζω percutio, caedo, verbero եւն. Արմատն ո՛չ է Հարկ, այլ Հար (որոյ սաստկականն է Զարկ), եւ Վէր. եւ Ուռն. ուստի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)